- παρέπλευσε
- παραπλέωsail byaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καλής Ελπίδας, Ακρωτήριο — (Cape of Good Hope). Ακρωτήριο της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, που σχηματίζεται από τις νοτιοδυτικές ακτές της επαρχίας Κέιπ Πρόβινς και απέχει 48 χλμ. από την πόλη Κέιπ Τάουν. Το ακρωτήριο αυτό παρέπλευσε πρώτος το 1488 ο Μπαρτολομέο Ντιάζ, ο… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Γουίλκς, Τσαρλς — (Charles Wilkes, Νέα Υόρκη 1798 – Ουάσινγκτον 1877). Αμερικανός εξερευνητής. Υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό και απέκτησε φήμη που του εξασφάλισε την αρχηγία μιας εξερευνητικής αποστολής στις θάλασσες του Νότου. Τον Αύγουστο του 1838 ξεκίνησε με… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Κουκ, Τζέιμς — (James Cook, Μάρτον, Γιορκσάιρ 1728 – Χαβάη 1779). Άγγλος θαλασσοπόρος και χαρτογράφος. Κατατάχθηκε στο βρετανικό ναυτικό και αρχικά ταξίδεψε στον Καναδά, όπου ανέλαβε τις χαρτογραφήσεις και τις καταμετρήσεις των ακτών της Νέας Γης και του… … Dictionary of Greek
Μαγγελάνος, Φερδινάνδος — (Σαμπρόσα, Πορτογαλία 1480 – νήσος Μάταμ, Φιλιππίνες 1521). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Πορτογάλου θαλασσοπόρου Φερνάντο ντε Μαγκαλάες (πορτογαλ. Fernao de Magalhγes, ισπαν. Fernando de Magallanes). Αφού ταξίδεψε για πολλά χρόνια στη… … Dictionary of Greek
Φουέντες, Μπαρτολομέ ντε- — (Fuentes, 17ος αι.). Ισπανός εξερευνητής, ίσως πορτογαλικής καταγωγής. Πραγματοποίησε ένα ταξίδι στη Χιλή και στο Περού και στη συνέχεια παρέπλευσε την αμερικανική ακτή του Ειρηνικού έως την Καλιφόρνια, ανακαλύπτοντας πολυάριθμα νησιά και κόλπους … Dictionary of Greek
παραπλέω — παρέπλευσα, πλέω παράλληλα ή κοντά σε κάτι: Το πλοίο μόλις παρέπλευσε το ακρωτήρι του Άθω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)